παρθενοπίπης: Difference between revisions
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(Autenrieth) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=voc. -ι<<><>>πα ([[ὀπιπτεύω]]): ogler of girls, Il. 11.385†. | |auten=voc. -ι<<><>>πα ([[ὀπιπτεύω]]): ogler of girls, Il. 11.385†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικ</i>-<i>οπίπης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω)
A one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.
German (Pape)
[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
French (Bailly abrégé)
ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.
English (Autenrieth)
voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.
Greek Monolingual
-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].