ὀπιπεύω
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
A stare at, with collat. notion of spying, watch, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας Od.19.67; or of fear, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας; Il.4.371, cf. Hes.Op.29.
II watch, spy, οὐ γάρ σ' ἐθέλω βαλέειν . . λάθρῃ ὀπιπεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν Il.7.243; εὖ μάλ' ὀπιπεύοντα . . βάλλειν Hes.Op.806, cf. Musae.101, Orph.A.249 :—Med., to be on the alert, Onos.10.26.
III seduce, Man.3.196 :—Pass., δολεροῖσιν ὀπιπευθεῖσαι ἔπεσσιν Id.6.182. (Redupl. from ὀπ-, cf. ὄπωπα.)
German (Pape)
[Seite 357] spätere Form für ὀπιπτεύω (sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens); Coluth. 254; Maneth. oft.
French (Bailly abrégé)
1 observer curieusement;
2 guetter sournoisement, épier;
3 regarder avec inquiétude.
Étymologie: DELG cf. παρθενοπίπης, de *ὀπῑπή.
Greek Monolingual
ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α)
1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.)
2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω
3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῖσιν ὀπιπευθεῖσαι ἔπεσσιν», Μαν.)
4. προσβλέπω με φόβο («τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας», Ομ. Ιλ.)
5. μέσ. ὀπιπεύομαι
έχω τον νου μου, αγρυπνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπιπεύω αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. ὀπῑπή, το οποίο απαντά ως β' συνθετικό στη λ. παρθεν-οπῖπα (πρβλ. και τη γλώσσα του Ησύχ. ὀπίπα
ἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤἀπατῶν). Ο τ. ὀπ-ῑπ-ή, κατά μία άποψη, εμφανίζει τη ρίζα okw- «βλέπω», με διπλασιασμό (πρβλ. οπ-ωπ-ή), ενώ το -ῖ- μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο φωνήεν του αρχ. ινδ. īksate «βλέπει». Σύμφωνα με άλλη άποψη, τέλος, η λ. ανάγεται σε τ. opi-ә3kw, σύνθ. με το προρρηματικό ὀπι- (βλ. λ. όπισθεν) και με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας okw- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to look back at something, to look, to stare at someone (Il.)
Other forms: (ὀπιπτεύω false after ὀπτεύω), aor. ὀπιπεῦσαι.
Compounds: As 2. member παρθενοπῖπα voc. one who stares at maidens (Λ 385), after which παιδοπῖπαι pl. (Ath.) a.o.
Derivatives: ὀπιπευτήρ, -ῆρος m. staring person (Man., Nonn.; Fraenkel Nom. ag. 1, 135). Besides ὀπιπᾳ̃ ἐξαπατᾳ̃ H.
Origin: IE [Indo-European] [776] *opi-h₃kʷ- look at
Etymology: Because of the strong productivity of the verbs in -εύω several nominal stems can be considered as basis. Probable is a verbal noun *ὀπιπή like ὀπωπή (Fraenkel Denom. 191 n. 3) and ἐνιπή (? s. v.); from there directly the denomin. ὀπιπᾳ̃ and the 2. member -οπῖπα Schwyzer 560). Further analysis debated: preverb ὀπι- (s. ὄπισθεν) + zero grade of *h₃ekʷ- > *opi-h₃kʷ- > ὀπιπ-. -- Cf. still Schwyzer 648.
Frisk Etymology German
ὀπιπεύω: {opīpeúō}
Forms: (ὀπιπτεύω falsch nach ὀπτεύω), Aor. ὀπιπεῦσαι
Grammar: v.
Meaning: ‘sich wonach umsehen, nach jmdm. gucken, gaffen’ (ep. seit Il.)
Composita : Als Hinterglied παρθενοπῖπα Vok. Mädchenbegaffer (Λ 385), wonach παιδοπῖπαι pl. (Ath.) u.a.
Derivative: mit ὀπιυτήρ, -ῆρος m. Begaffer (Man., Nonn.; Fraenkel Nom. ag. 1, 135). Daneben ὀπιπᾷ· ἐξαπατᾷ H.
Etymology : Wegen der starken Produktivität der Verba auf -εύω können verchiedene Nominalstämme als Grundlage in Betracht kommen. Viel für sich hat ein Verbalnomen *ὀπιπή wie ὀπωπή (Fraenkel Denom. 191 A. 3) und ἐνιπή (s. d.); davon regelrecht das denominative ὀπιπᾷ und das Hinterglied -οπῖπα Scwyzer 560). Weitere Analyse strittig: die Anfangsgruppe ὀπ- scheint wie in ὀπωπή eine Reduplikation zu enthalten, wobei ï mit ī- in aind. ī́kṣate sieht gleichzusetzen ist (vgl. zu ὄσσε) und als Schwundstufe von ω fungiert (Brugmann IF 12, 31). Eine andere, unwahrscheinlichere Erklärung der Reduplikationssilbe bei Kretschmer KZ 31, 385. Anders Walde (s. WP. 1, 122 = Pok. 323; auch 1, 170 = Pok. 776): Präverb ὀπι- (s. ὄπισθεν) + reduktionsstufiges oqʷ- > ὀπιπ-. Erklärung des ī mit Hilfe der Laryngaltheorie bei Winter Lang. 26, 532. — Vgl. noch Schwyzer 648.
Page 2,403
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῑπεύω: ἴδε ὀπιπτεύω.