παιδοπίπης

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοπίπης Medium diacritics: παιδοπίπης Low diacritics: παιδοπίπης Capitals: ΠΑΙΔΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: paidopípēs Transliteration B: paidopipēs Transliteration C: paidopipis Beta Code: paidopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, spying after boys, = παιδεραστής, Ath.13.563e.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ κατοπτεύων, κρυφοκυττάζων τοὺς παῖδας, = παιδεραστής, Ἄλεξις (;) παρ’ Ἀθην. 563Ε. Πρβλ. γυναικ-, παρθεν-, οἰνοπίπης.

Greek Monolingual

παιδοπίπης, ὁ (Α)
αυτός που κρυφοκοιτάζει πονηρά τα παιδιά, ο παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -οπίπης (< ὀπιπεύω), πρβλ. παρθενοπίπης].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, nach Knaben gaffend, = παιδεραστής, Alexis bei Ath. XIII.563e. Vgl. παρθενοπίπης.