παροπλίζω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]]. | |btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[πλοίο]] σε [[κατάσταση]] παροπλισμού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιορίζω]] στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του [[αναθέτω]] [[κάτι]] σημαντικό ή ανάλογο [[προς]] τη [[θέση]] του να κάνει<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παροπλισμένος</i> και [[παρωπλισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[πλοίο]]) αυτό που παραμένει σε [[κατάσταση]] παροπλισμού<br />β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική [[περικοπή]] δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων<br />(μσν. αρχ.) [[αφοπλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] από το [[πλοίο]] τα ξάρτια και τα [[κουπιά]], [[ξαρματώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παροπλίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[περιορίζω]] τις δραστηριότητες μου ή την [[έκφραση]] τών απόψεών μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
pf.
A -ώπλικα D.S.4.10 :—disarm, Plb.2.7.10, etc. :— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c :—Pass., Plu. Cat.Mi.68.
German (Pape)
[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.
French (Bailly abrégé)
pf. παρώπλικα;
désarmer.
Étymologie: παρά, ὁπλίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.