Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρόραμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παρορώ]]<br />[[λάθος]] από [[αβλεψία]], από [[έλλειψη]] προσοχής, [[αβλέπτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάθος]] τυπογραφικό ή [[σφάλμα]] [[κατά]] τη [[δακτυλογράφηση]] κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτι]] που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί [[κανείς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] που παραλείφθηκε<br /><b>2.</b> ηθικό [[σφάλμα]], [[αμάρτημα]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόρᾱμα Medium diacritics: παρόραμα Low diacritics: παρόραμα Capitals: ΠΑΡΟΡΑΜΑ
Transliteration A: parórama Transliteration B: parorama Transliteration C: parorama Beta Code: paro/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A oversight, error, Phld.Sign.29 (pl., Rh.Mus. 64.33), Plu.2.515e (pl.), 1123c, Procl.in Prm.p.556 S.; opp. ἁμάρτημα ἑκούσιον, Longin.33.4.

German (Pape)

[Seite 527] τό, Versehen, Irrthum, Plut. Aem. Paull. 3 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρᾱμα: τό, ἀβλέπτημα, λάθος ἐξ ἀπροσεξίας, Πλούτ. 2, 515D, 1123B· ἐν ἀντιθέσει ἁμάρτημα ἑκούσιον, Λογγῖν. 33. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bévue, méprise.
Étymologie: παροράω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παρορώ
λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα
νεοελλ.
λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)
μσν.
κάτι που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί κανείς
μσν.-αρχ.
1. κάτι που παραλείφθηκε
2. ηθικό σφάλμα, αμάρτημα.