παρίσωσις: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />correspondance de sons <i>ou</i> de membres de phrase semblables.<br />'''Étymologie:''' [[παρισόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />correspondance de sons <i>ou</i> de membres de phrase semblables.<br />'''Étymologie:''' [[παρισόω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[παρισώ]]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το Ρητ. Λεξικό) «[[εἶδος]] σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> το να κατασκευάζει [[κανείς]] πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου<br /><b>3.</b> ημιπερίοδοι λόγου ίσες [[κατά]] τον αριθμό τών συλλαβών<br /><b>4.</b> [[συνήχηση]]<br /><b>5.</b> [[εξίσωση]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐσωσις Medium diacritics: παρίσωσις Low diacritics: παρίσωσις Capitals: ΠΑΡΙΣΩΣΙΣ
Transliteration A: parísōsis Transliteration B: parisōsis Transliteration C: parisosis Beta Code: pari/swsis

English (LSJ)

εως, ἡ, Rhet.,

   A even balancing of the clauses in a sentence, Isoc.12.2 (pl.), cf. Arist. Rh. 1410a23, Rh.Al. 1435b39, Hermog.Id.1.11 ; of clauses equal in number of syllables, ib. 12 ; assonance, Syrian. in Hermog.1.51 R. (pl.).    II equalization, lamb.Myst.1.9.

German (Pape)

[Seite 524] ἡ, Gleichmachung, bes. in der Rhetorik, = παρίσωμα, B. A. 295, 31 erkl. εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον; vgl. Isocr. 12, 2; Arist. rhet. 3, 9 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 10, 10 Dem. enc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσωσις: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθιστάνειν τὰς προτάσεις περιόδου τινὸς ἢ κώλου παρίσους, Ἰσοκρ. 233Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 28. ― Κατὰ τὸ Ρητορ. Λεξικ. ἐν σ. 295, 31, ἡ παρίσωσις εἶναι «εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
correspondance de sons ou de membres de phrase semblables.
Étymologie: παρισόω.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρισώ
1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»
2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου
3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών
4. συνήχηση
5. εξίσωση.