περιβόλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(32)
(No difference)

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον
εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή της ακμής του μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο προήλθε αργότερα το ωμοφόριο τών επισκόπων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα αλόγου
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλεται κανείς, περίβλημα, κάλυμμα, ένδυμα (α. «θανάτου περιβόλαια» — καλύμματα νεκρού πτώματος, τα σάβανα
β. «ἐπεὶ δὲ σαρκὸς περιβόλαι' ἐκτησάμην ἡβῶντα» — αφού απέκτησα νεανικά περιβλήματα σάρκας, νεότητα, νεανική ηλικία, αφού αναπτύχθηκε το μυϊκό μου σύστημα, Ευρ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής τών γυναικών
3. τυπικό ένδυμα κατοίκου πόλεως
4. εκκλ. κάλυμμα του σώματος του Χριστού
αρχ.
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. α) επενδύτης, πανωφόρι
β. κάλυμμα τών ποδιών
γ) κάλυμμα κρεβατιού
δ) κάλυμμα άρματος, δίφρου ή παραπέτασμα άμαξας
ε) σημάδι αρετής
στ) σημάδι ανθρώπου αμαρτωλής φύσεως, αλλά εξαγνισμένου από το αίμα του Χριστού
ζ) περίχωρα
η) φραγμός, περίφραγμα, περίβολος
θ) μτφ. ισχυρό αμυντικό όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. συμβόλαιος)].