περιεργασία: Difference between revisions
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(6_9) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιεργᾰσία''': ἡ, = [[περιεργία]] Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. [[μέριμνα]], [[θλῖψις]], Achmes Ὀνειροκρ. 231. | |lstext='''περιεργᾰσία''': ἡ, = [[περιεργία]] Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. [[μέριμνα]], [[θλῖψις]], Achmes Ὀνειροκρ. 231. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[περιεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> μάταιη, ανώφελη [[περιέργεια]]<br /><b>2.</b> [[απασχόληση]] με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]] με τη [[μαγεία]]<br /><b>2.</b> [[μέριμνα]], [[θλίψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = περιεργία 1.1, Longin.3.4 : pl., Aristid. Rh.2p.535S.
Greek (Liddell-Scott)
περιεργᾰσία: ἡ, = περιεργία Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. μέριμνα, θλῖψις, Achmes Ὀνειροκρ. 231.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ περιεργάζομαι
1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια
2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα
μσν.
1. ενασχόληση με τη μαγεία
2. μέριμνα, θλίψη.