περικήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(Autenrieth)
(32)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. περικήδετο: [[care]] [[greatly]] [[for]], [[take]] [[good]] [[care]] of; τινός, γ 21, Od. 14.527.
|auten=ipf. περικήδετο: [[care]] [[greatly]] [[for]], [[take]] [[good]] [[care]] of; τινός, γ 21, Od. 14.527.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[περικάδομαι]] Α<br />[[φροντίζω]] και [[ανησυχώ]] [[πάρα]] πολύ για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικήδομαι Medium diacritics: περικήδομαι Low diacritics: περικήδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikḗdomai Transliteration B: perikēdomai Transliteration C: perikidomai Beta Code: perikh/domai

English (LSJ)

   A to be very anxious or concerned about, c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219 ; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.N.10.54 ; π. τινὶ βιότου take care of his substance for him, Od.14.527.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.

Greek (Liddell-Scott)

περικήδομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀνήσυχος, περίφροντις περί τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦσυβώτης Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq. περικήδετο;
1 prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;
2 prendre soin de, s’inquiéter de, gén..
Étymologie: περί, κήδομαι.

English (Autenrieth)

ipf. περικήδετο: care greatly for, take good care of; τινός, γ 21, Od. 14.527.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. περικάδομαι Α
φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κήδομαι «φροντίζω»].