περιμήρια: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιμήρια''': τά, τὰ τῶν μηρῶν περικαλύμματα, Γλωσσ.· - οὕτω περιμηρίδιον, τό, Ἀρρ. Τακτ. σ. 14, Ἀνώνυμ. ἐν Montf. Bibl. Coisl. σ. 514.
|lstext='''περιμήρια''': τά, τὰ τῶν μηρῶν περικαλύμματα, Γλωσσ.· - οὕτω περιμηρίδιον, τό, Ἀρρ. Τακτ. σ. 14, Ἀνώνυμ. ἐν Montf. Bibl. Coisl. σ. 514.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α [[περίμηρος]]<br />περικαλύμματα τών μηρών.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμήρια Medium diacritics: περιμήρια Low diacritics: περιμήρια Capitals: ΠΕΡΙΜΗΡΙΑ
Transliteration A: perimḗria Transliteration B: perimēria Transliteration C: perimiria Beta Code: perimh/ria

English (LSJ)

τά,

   A covering for the thighs, Gloss.:—also περιμηρίδες, αἱ, ib.:—but περιμηρέδιον, τό, is f.l. for παρα-, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 583] τά, alles die Schenkel od. Hüften Umgebende (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιμήρια: τά, τὰ τῶν μηρῶν περικαλύμματα, Γλωσσ.· - οὕτω περιμηρίδιον, τό, Ἀρρ. Τακτ. σ. 14, Ἀνώνυμ. ἐν Montf. Bibl. Coisl. σ. 514.

Greek Monolingual

τὰ, Α περίμηρος
περικαλύμματα τών μηρών.