περίτριμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]].
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[περιτρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται με [[τριβή]] από [[κάτι]], απότριμμα, [[θρύμμα]], απόρριμα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άνθρωπος]] [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[κάθαρμα]] (α. «[[περίτριμμα]] της κοινωνίας» β. «ψευδῶν [[συγκολλητής]]... [[εὑρησιεπής]], περίτριμμ' ἀγορᾱ...», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> χιτινώδες [[πλαίσιο]] τών στιγμάτων στα έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύασμα]] για [[εντριβή]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτριμμα Medium diacritics: περίτριμμα Low diacritics: περίτριμμα Capitals: ΠΕΡΙΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: perítrimma Transliteration B: peritrimma Transliteration C: peritrimma Beta Code: peri/trimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447 ; π. ἀγορᾶς D.18.127 ; π. πραγμάτων Com.Adesp.889.    II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.

German (Pape)

[Seite 597] τό, das Abgeriebene, übertr., ein durchtriebener Mensch, bes. ein Sykophant, ränkevoller Rechtsgelehrter, δικῶν, Ar. Nubb. 446, wie Dem. 18, 127 den Aeschines περίτριμμα ἀγορᾶς nennt.

Greek (Liddell-Scott)

περίτριμμα: τό, πρᾶγμα διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ παμπόνηρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. ἐπίτριμμα, ἐπίτριπτος,

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chose usée tout autour ; fig. ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant.
Étymologie: περιτρίβω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ περιτρίβω
1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα της κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ' ἀγορᾱ...», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. χιτινώδες πλαίσιο τών στιγμάτων στα έντομα
αρχ.
σκεύασμα για εντριβή.