πέταχνον: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέταχνον''': τό, ([[πετάννυμι]]) πλατὺ [[ποτήριον]], Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, [[πίνω]] μὲ [[πέταχνον]], [[πίνω]] πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται [[εἶναι]] ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.
|lstext='''πέταχνον''': τό, ([[πετάννυμι]]) πλατὺ [[ποτήριον]], Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, [[πίνω]] μὲ [[πέταχνον]], [[πίνω]] πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται [[εἶναι]] ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πέτακνον]] και [[πέδαχνον]], τὸ, Α<br />πλατύ, ρηχό [[ποτήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πετα</i>- του [[πετάννυμι]] «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χν</i>-<i>ον</i> [[κατά]] τα <i>κυλί</i>-<i>χν</i>-<i>η</i>, <i>πελί</i>-<i>χν</i>-<i>η</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέταχνον Medium diacritics: πέταχνον Low diacritics: πέταχνον Capitals: ΠΕΤΑΧΝΟΝ
Transliteration A: pétachnon Transliteration B: petachnon Transliteration C: petachnon Beta Code: pe/taxnon

English (LSJ)

τό, (πετάννυμι)

   A broad flat cup, Alex.59, prob. in Ostr.Bodl.i318 (ii/i B.C.) ; cf. πέτακνον:—hence πεταχνόομαι, drink from πέταχνα, drink deep, Ar.Fr.288 (ap.Phot., cf. Hsch. s.v. πεταλοῦνται; πεταχνεῦται codd. Ath.).

German (Pape)

[Seite 605] τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.

Greek (Liddell-Scott)

πέταχνον: τό, (πετάννυμι) πλατὺ ποτήριον, Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, πίνω μὲ πέταχνον, πίνω πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται εἶναι ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.

Greek Monolingual

και πέτακνον και πέδαχνον, τὸ, Α
πλατύ, ρηχό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετα- του πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα -χν-ον κατά τα κυλί-χν-η, πελί-χν-η].