πιεστός: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_11) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιεστός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8. | |lstext='''πιεστός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πιεστός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιέζω]]<br />αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί [[κάποιος]] να τον πιέσει, που έχει τη [[δυνατότητα]] να συμπιέζεται, να ελαττώνεται [[κατά]] όγκο με την [[πίεση]] που ασκείται [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από [[πίεση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πιεστό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[φυσική]] [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να ελαττώνονται [[κατά]] όγκο από την [[επίδραση]] εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A compressible, Arist.Mete. 385a15, Thphr.Lass.8.
German (Pape)
[Seite 613] gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πιεστός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιεστός, -ή, -όν, ΝΑ πιέζω
αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τον πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του
νεοελλ.
1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από πίεση
2. το ουδ. ως ουσ. το πιεστό(ν)
η φυσική ιδιότητα τών σωμάτων να ελαττώνονται κατά όγκο από την επίδραση εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).