πλάνησις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action d’égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[πλανώμαι]]<br /><b>μτφ.</b> [[αποπλάνηση]], [[εξαπάτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλανώ]], η [[απομάκρυνση]] από την [[ευθεία]], την ορθή οδό, [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διασπορά]], [[διασκόρπιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making to wander : dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42. 2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.