πλανοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />foulé par des pas errants.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[στείβω]]. | |btext=ής, ές :<br />foulé par des pas errants.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[στείβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ' ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νιφο</i>-<i>στιβής</i>, <i>χθονο</i>-<i>στιβής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A trodden by wanderers, χθών A.Eu.76.
German (Pape)
[Seite 625] ές, von Herumirrenden betreten, Aesch. Eum. 76, χθών.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνοστῐβής: -ές, ὁ πατούμενος ὑπὸ περιπλανωμένων ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 76.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
foulé par des pas errants.
Étymologie: πλάνος, στείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ' ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο-στιβής, χθονο-στιβής].