πνιγηρός: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />étouffant, où l’on étouffe ; étroit, resserré.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
|btext=ά, όν :<br />étouffant, où l’on étouffe ; étroit, resserré.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πνιγηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[αποπνικτικός]], αυτός που δυσκολεύει την [[αναπνοή]], με [[πίεση]] του λαιμού, με [[ζέστη]] ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή [[ατμόσφαιρα]]» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγηρός Medium diacritics: πνιγηρός Low diacritics: πνιγηρός Capitals: ΠΝΙΓΗΡΟΣ
Transliteration A: pnigērós Transliteration B: pnigēros Transliteration C: pnigiros Beta Code: pnighro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πνίγω)

   A choking, stifling, whether by throttling or heat, Ar.Ra.122 (with play on both senses); π. καλύβαι Th.2.52; [γῆ] ἐν κοίλῳ καὶ π. Hp.Aër.1; χωρία ib.24; σκηνώματα Plu.Per.34; νύκτες Arist.Pr.939b9 (Comp.); ὥρα D.H.8.89.

German (Pape)

[Seite 641] stickend, erstickend, zum Ersticken heiß, eng; ὁδὸς εἰς Ἅιδου, durch Erhängen, Ar. Ran. 122; ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτᾶσθαι, Thuc. 7, 49; οἰκήματα, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγηρός: -ά, -όν, (πνίγω) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων εἴτε διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ εἴτε διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
étouffant, où l’on étouffe ; étroit, resserré.
Étymologie: πνίγω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πνιγηρός, -ά, -όν, ΝΑ
αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση του λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].