πολυσύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[συλλαβή]].
|btext=ος, ον :<br />formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[συλλαβή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> ([[κυρίως]] για [[λέξη]]) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσυλλάβως</i> ΝΜΑ<br />με πολλές συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[σύλλαβος]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύλλᾰβος Medium diacritics: πολυσύλλαβος Low diacritics: πολυσύλλαβος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: polysýllabos Transliteration B: polysyllabos Transliteration C: polysyllavos Beta Code: polusu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.

German (Pape)

[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].