προακμάζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_3) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προακμάζω''': [[ὡριμάζω]] προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221. | |lstext='''προακμάζω''': [[ὡριμάζω]] προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ωριμάζω]] πρωτύτερα<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] πρώιμα στην [[ακμή]] της ηλικίας μου<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στην [[ηλικία]] [[πριν]] από την [[ακμή]] μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A ripen before the time, be premature, Hsch.s.v. πρόδρομα; arrive at puberty too early, Ruf. ap. Orib.inc.2.8. II to be at the age just before one's prime, Hp.Coac.625.
German (Pape)
[Seite 706] vorher od. vor der Zeit reisen; in den Jahren vor der Reise sein; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προακμάζω: ὡριμάζω προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221.
Greek Monolingual
Α
1. ωριμάζω πρωτύτερα
2. φτάνω πρώιμα στην ακμή της ηλικίας μου
3. βρίσκομαι στην ηλικία πριν από την ακμή μου.