προαναλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαναλαμβάνω''': [[ἀναλαμβάνω]] πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― [[ἀναλαμβάνω]] διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]], ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.
|lstext='''προαναλαμβάνω''': [[ἀναλαμβάνω]] πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― [[ἀναλαμβάνω]] διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]], ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] [[ψηλά]]<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] [[διήγηση]] από κάποιο προηγούμενο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] αναμιγνύοντας<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαταλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλαμβάνω Medium diacritics: προαναλαμβάνω Low diacritics: προαναλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proanalambánō Transliteration B: proanalambanō Transliteration C: proanalamvano Beta Code: proanalamba/vw

English (LSJ)

   A lift up first, τὸ σῶμα cj. in Sor.2.38; take up before, είς τὴν ἕξιν Ath.2.45e (Pass.), cf. BGU421.14 (Pass., ii A.D.).    2 take up a narrative at an earlier point, βραχὺ τοῖς χρόνοις π. τὴν ἱστορίαν D.S.17.5.    3 prepare, mix with, τινι Philum. ap. Aët.16.38:—Pass., cj. in Sor.1.122.    II anticipate, forestall, J.AJ16.4.4.

German (Pape)

[Seite 707] (s. λαμβάνω), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― ἀναλαμβάνω διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. προκαταλαμβάνω, ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.

Greek Monolingual

Α ἀναλαμβάνω
1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά
2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά
3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο
4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας
5. μτφ. προκαταλαμβάνω.