προανακρίνω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=demander <i>ou</i> examiner d’abord.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀνακρίνω]]. | |btext=demander <i>ou</i> examiner d’abord.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀνακρίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[ἀνακρίνω]]<br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε [[προανάκριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα [[μέτρα]] που [[πρέπει]] να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) [[εξετάζω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[προανάκριση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A examine beforehand, of measures to be submitted to the vote of the people, opp. κρίνω, Arist.Pol.1298a31; conduct a preliminary investigation of lawsuits, opp. αὐτοτελεῖς κρίνειν, Id.Ath. 3.5. II inquire beforehand of, τινα Phld.Vit.p.29 J.
German (Pape)
[Seite 706] vorher ausfragen, prüfen, Arist. pol. 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προανακρίνω: [ῑ], ἐξετάζω πρότερον, ἐπὶ τῶν μέτρων ἅτινα πρέπει νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
demander ou examiner d’abord.
Étymologie: πρό, ἀνακρίνω.
Greek Monolingual
ΝΑ ἀνακρίνω
υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
αρχ.
1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως
2. κάνω προανάκριση.