προέγκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(6_20) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προέγκειμαι''': Παθ., [[ἔγκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, [[προϋπάρχω]], Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ. | |lstext='''προέγκειμαι''': Παθ., [[ἔγκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, [[προϋπάρχω]], Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προϋπάρχω]] («της προεγκειμένης τροφῆς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ενταφιάζομαι [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγκειμαι]] «[[υπάρχω]], βρίσκομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be laid or lie in before, τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 (Thyatira).
German (Pape)
[Seite 717] (s. κεῖμαι), vorher darin liegen, Hdn. 1, 17, 23.
Greek (Liddell-Scott)
προέγκειμαι: Παθ., ἔγκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, προϋπάρχω, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.)
2. ενταφιάζομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»].