προμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ἡ) :<br />aïeule maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μήτηρ]].
|btext=ορος (ἡ) :<br />aïeule maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μήτηρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προμάτωρ]] Α<br /><b>1.</b> η πρώτη [[μητέρα]] μιας γενιάς (α. «η [[κοινή]] [[προμήτωρ]] του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «[[Κύπρις]] ἅτ' εἶ γένους [[προμάτωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[προγιαγιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως αρσ.) <i>ὁ [[προμήτωρ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐκ μητρὸς [[πάππος]]»<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήτωρ Medium diacritics: προμήτωρ Low diacritics: προμήτωρ Capitals: ΠΡΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: promḗtōr Transliteration B: promētōr Transliteration C: promitor Beta Code: promh/twr

English (LSJ)

Dor. προμάτωρ, ορος, ἡ,

   A first mother of a race, A.Th. 140 (lyr.), E.Ph.676 (lyr.), 828 (lyr.), Luc.Am.19.    II masc., maternal grandfather, Hsch.    III epith. of Athena, prob. in Them.Or.13.180a (voc. πρόματερ codd.).

German (Pape)

[Seite 734] ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

προμήτωρ: Δωρ. προμάτωρ, ορος, ἡ, πρώτη μήτηρ γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ προπάτωρ, Κύπρις, ἅτ’ εἶ γένους προμάτωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
aïeule maternelle.
Étymologie: πρό, μήτηρ.

Greek Monolingual

-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α
1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
η προγιαγιά
αρχ.
1. (ως αρσ.) προμήτωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς πάππος»
2. προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].