προσαφίστημι: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προσαποστήσω, <i>ao.</i> προσαπέστησα, <i>etc.</i><br />solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre <i>ou</i> à soulever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀφίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> προσαποστήσω, <i>ao.</i> προσαπέστησα, <i>etc.</i><br />solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre <i>ou</i> à soulever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κινώ]] κάποιον [[ακόμη]] σε [[αποστασία]] («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» — [[επειδή]] θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε [[αποστασία]] [[εναντίον]] τους, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαφίσταμαι</i><br />χωρίζομαι από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] «[[αποστατώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A cause to revolt besides, Th.4.117. II Pass., become separated from, c. gen., Heliod. ap. Orib.46.22.5, Archig.ib.46.26.3.
German (Pape)
[Seite 753] (s. ἵστημι), Andere noch dazu abtrünnig machen, προσαποστῆσαι Thuc. 4, 117; med. noch dazu abtrünnig werden od. abfallen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαφίστημι: κινῶ προσέτι εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 4. 117.
French (Bailly abrégé)
f. προσαποστήσω, ao. προσαπέστησα, etc.
solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre ou à soulever.
Étymologie: πρός, ἀφίστημι.
Greek Monolingual
Α
1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» — επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.)
2. παθ. προσαφίσταμαι
χωρίζομαι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀφίστημι «αποστατώ»].