προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]]. | |btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[επιδικάζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] ως [[κτήμα]] κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[κατηγορώ]], [[καταδικάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.). II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.
German (Pape)
[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.
French (Bailly abrégé)
1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].