προσιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’attacher à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱζάνω]].
|btext=s’attacher à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἱζάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ξεκουράζομαι, [[ηρεμώ]], [[ησυχάζω]] («ἡ [[μέλιττα]] πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ [[ἄγαλμα]] ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)<br /><b>4.</b> (για ρούχα) [[εφαρμόζω]] καλά, έχω καλή [[εφαρμογή]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, [[πιάνω]] («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]], επαυξημένος τ. του <i>ἵζω</i> «[[κάθομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιζάνω Medium diacritics: προσιζάνω Low diacritics: προσιζάνω Capitals: ΠΡΟΣΙΖΑΝΩ
Transliteration A: prosizánō Transliteration B: prosizanō Transliteration C: prosizano Beta Code: prosiza/nw

English (LSJ)

   A sit by or near: hence, rest, settle on, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA535a2; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. Porph.Antr.10; adhere to, v.l. for -ίζω in Dsc.5.95: abs., ib.74; ἀπὸ τῶν προσιζανόντων from all that adheres, dirt, etc., Paus.5.14.5; of a robe, sit close, Luc.Hist.Conscr. 10.    2 metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει Semon.7.84; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π. A.Pr.278; cleave to, cling to, μοι ἀρὰ π. Id.Th. 696.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προσιζάνω: προσκάθημαι, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ μῶμος οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· ὡσαύτως, προσκάθημαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, οἷον ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι καλῶς, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

French (Bailly abrégé)

s’attacher à, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἱζάνω.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι κοντά σε κάτι
2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)
4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή
5. μτφ. προσκολλώμαι, πιάνω («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].