προσκαίω: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσκαύσω, <i>ao.</i> προσέκηα, <i>pf.</i> προσκέκαυκα ; <i>pf. Pass.</i> προσκέκαυμαι, <i>etc.</i><br />faire cuire, faire chauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καίω]].
|btext=<i>f.</i> προσκαύσω, <i>ao.</i> προσέκηα, <i>pf.</i> προσκέκαυκα ; <i>pf. Pass.</i> προσκέκαυμαι, <i>etc.</i><br />faire cuire, faire chauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καίω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. προσκάω Α [[καίω]]<br /><b>1.</b> [[αναφλέγω]], [[καίω]] επί [[πλέον]] («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσκαίομαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ [[τότε]] ἰσχυρῶς προσεκαύθη», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαίω Medium diacritics: προσκαίω Low diacritics: προσκαίω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΙΩ
Transliteration A: proskaíō Transliteration B: proskaiō Transliteration C: proskaio Beta Code: proskai/w

English (LSJ)

Att. προσκάω: aor.

   A προσέκαυσα Ar.V.828:—set on fire or burn besides, l.c.; [τὰ ἑψόμενα] Arist.GA767a20; τὴν δᾷδα Thphr. HP9.3.4; ὄψον προσκέκαυκε Alex.124.3:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.V.939 (nisi leg. -κεκλημένα), cf. Arist.Mete. 381a27: metaph., to be in love with . ., ἰσχυρῶς προσεκαύθη X.Smp.4.23.

German (Pape)

[Seite 767] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαίω: Ἀττικ. -άω· μέλλ. -καύσω, καίω προσέτι, [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· ὄψον προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαύσω, ao. προσέκηα, pf. προσκέκαυκα ; pf. Pass. προσκέκαυμαι, etc.
faire cuire, faire chauffer.
Étymologie: πρός, καίω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσκάω Α καίω
1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», Αριστοτ.)
2. φρ. «προσκαίομαί τινι»
μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.).