προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_20)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσσυμβάλλομαι''': συμβάλλομαι, [[συνεισφέρω]] [[προσέτι]] ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ [[νῆες]], ὁ [[στόλος]] συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν ([[ἔνθα]] αἱ [[νῆες]] = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
|lstext='''προσσυμβάλλομαι''': συμβάλλομαι, [[συνεισφέρω]] [[προσέτι]] ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ [[νῆες]], ὁ [[στόλος]] συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν ([[ἔνθα]] αἱ [[νῆες]] = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συμβάλλω]], [[συντελώ]] και εγώ ή [[συνεισφέρω]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυμβάλλομαι Medium diacritics: προσσυμβάλλομαι Low diacritics: προσσυμβάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΣΥΜΒΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prossymbállomai Transliteration B: prossymballomai Transliteration C: prossymvallomai Beta Code: prossumba/llomai

English (LSJ)

Med.,

   A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.

Greek (Liddell-Scott)

προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.