προσπιέζω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_13b) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. [[πιέζω]] ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι [[πρός]] τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637. | |lstext='''προσπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. [[πιέζω]] ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι [[πρός]] τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ<br />([[ιδίως]] σχετικά με επίδεσμο) [[δένω]] [[κάτι]] πολύ [[σφιχτά]], [[συσφίγγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] πιο πολύ, [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> [[εξασκώ]] [[πίεση]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω [[μέρος]]... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ [[κάτω]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
also προσπερι-πῐεζέω Ph. ap. Eus.PE8.14:—
A press besides, τι Hp.Acut.(Sp.) 59; press against, τοὺς ὀδόντας Archig. ap. Gal.12.860:—Pass., προσπεπιεσμένη tight, of a bandage, Heliod. ap. Orib.47.14.7. 2 π. τι πρός τι press to or upon, Arist.HA526a23:—Pass., Ph.2.400.
German (Pape)
[Seite 777] noch dazu drücken; Aesch. Ch. 299, l. d.; πρός τι, Arist. H. A. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω προσέτι, τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. πιέζω ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι πρός τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.
Greek Monolingual
και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ
(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω
αρχ.
1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω
2. πιέζω κάτι ολόγυρα
3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).