προσλαγχάνω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> προσέλαχον, <i>pf.</i> προσείληχα;<br />intenter : [[δίκην]], un procès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαγχάνω]]. | |btext=<i>ao.2</i> προσέλαχον, <i>pf.</i> προσείληχα;<br />intenter : [[δίκην]], un procès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[λαγχάνω]]<br />[[κινώ]] [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου επιπροσθέτως, [[κατηγορώ]] επί [[πλέον]] κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.
German (Pape)
[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.
Greek Monolingual
Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.