προσφωνηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφωνηματικός''': -ή, -όν, οὗ γίνεται [[χρῆσις]] ἐν προσφωνήσει, [[λόγος]] πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.). | |lstext='''προσφωνηματικός''': -ή, -όν, οὗ γίνεται [[χρῆσις]] ἐν προσφωνήσει, [[λόγος]] πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προσφώνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός του οποίου γίνεται [[χρήση]] [[κατά]] την [[προσφώνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.
German (Pape)
[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei einer Anrede schicklich, gewöhnlich, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνηματικός: -ή, -όν, οὗ γίνεται χρῆσις ἐν προσφωνήσει, λόγος πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προσφώνημα, -ατος]
αυτός του οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση.