προϋπεργάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
(6_5) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προϋπεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἑτοιμάζω]] [[προηγουμένως]], Διόδ. 3. 16. | |lstext='''προϋπεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἑτοιμάζω]] [[προηγουμένως]], Διόδ. 3. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[κάνω]] [[κρυφά]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπεργάζομαι]] «[[ενεργώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.
German (Pape)
[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.
Greek Monolingual
Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].