πρωκτός: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το τελικό [[τμήμα]] και [[στόμιο]] του πεπτικού [[σωλήνα]] τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό [[σωλήνα]], [[δηλαδή]] την περινεϊκή [[μοίρα]] του ορθού, και τον [[καθαυτό]] πρωκτό, τον δακτύλιο, το [[πέρας]] του παχέος εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pr</i><i>ō</i><i>kt</i>-: <i>pr</i><i>ә</i><i>kt</i>- ή <i>prkt</i>- «[[πρωκτός]]» και συνδέεται με το αρμενικό <i>erastan</i>-<i>k</i>' «[[πρωκτός]]» (με [[επίθημα]] -<i>an</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A anus, Ar.V.604, etc.; π. καμήλου Id.Pax758; π. κυνός Id.Ach.863.
German (Pape)
[Seite 803] ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm, Ar. oft u. andere Comic., auch in Prosa; vgl. Arist. part. anim. 3, 14 H. A. 2, 17. – Es wird von προάγω, nach Andern von προΐκω od. προΐσχω abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
πρωκτός: ὁ, «ὁ κόλος (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ αὐτοῦ προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ λέξις συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
anus.
Étymologie: DELG terme pop. ou vulg.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
το τελικό τμήμα και στόμιο του πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό σωλήνα, δηλαδή την περινεϊκή μοίρα του ορθού, και τον καθαυτό πρωκτό, τον δακτύλιο, το πέρας του παχέος εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα prōkt-: prәkt- ή prkt- «πρωκτός» και συνδέεται με το αρμενικό erastan-k' «πρωκτός» (με επίθημα -an)].