πυκνόστυλος: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3. | |lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] 11/2 διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αραιό</i>-<i>στυλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with the pillars close together, i.e. at a distance of 1 1/2 diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.
German (Pape)
[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 11/2 διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό-στυλος)].