πύρνος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(a)
(35)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] ὁ, = [[πύρνον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] ὁ, = [[πύρνον]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψωμός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῡ ἄρτου»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>πύρνοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη [[άποψη]], η λ. [[πύρνος]] προήλθε, με [[συγκοπή]], από το επίθ. <i>πῡρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πῡρός</i> «[[σίτος]]»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη [[συγκοπή]] όσο και η [[οξεία]] του τ. [[πύρνος]] [[αντί]] του αναμενόμενου <i>πῦρνος</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «μασσώ, [[αλέθω]]» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>carvati</i> «[[συντρίβω]]», <i>c</i><i>ū</i><i>rna</i>- «[[αλεύρι]], [[σκόνη]]», [[καθώς]] και με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[πορύναν]]<br /><i>μαγίδα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαγίς]] «[[πλακούντας]], [[πίτα]]») και [[τορύνη]]<br /><i>σιτῶδές τι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρνος Medium diacritics: πύρνος Low diacritics: πύρνος Capitals: ΠΥΡΝΟΣ
Transliteration A: pýrnos Transliteration B: pyrnos Transliteration C: pyrnos Beta Code: pu/rnos

English (LSJ)

ὁ,= ψωμός, Id.: pl., expld. by ζειαὶ κνηστώδεις, ὁ κατειργασμένος σῖτος, χόρτος or μαγίς, Id.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, = πύρνον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου»
3. στον πληθ. πύρνοι
(κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη άποψη, η λ. πύρνος προήλθε, με συγκοπή, από το επίθ. πῡρινος (< πῡρός «σίτος»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη συγκοπή όσο και η οξεία του τ. πύρνος αντί του αναμενόμενου πῦρνος. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kweru- «μασσώ, αλέθω» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. carvati «συντρίβω», cūrna- «αλεύρι, σκόνη», καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: πορύναν
μαγίδα (< μαγίς «πλακούντας, πίτα») και τορύνη
σιτῶδές τι].