πυρίγληνος: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ. | |lstext='''πῠρίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του οφθαλμού, [[οφθαλμός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fiery-eyed, Opp.C.3.97, Orph.L.657, etc.
German (Pape)
[Seite 822] mit feurigen Augen; λέοντες, Opp. Cyn. 3, 97; Man. 3, 182; Nonn. D. 12, 8 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίγληνος: -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + γλήνη «κόρη του οφθαλμού, οφθαλμός»].