ῥάδαμνος: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6_15) |
(35) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάδαμνος''': ὁ, ἴδε [[ὀρόδαμνος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: [[ῥάδαμνος]]· βλαστὸς [[ἁπαλός]], [[κλάδος]], [[ἄνθος]], ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα». | |lstext='''ῥάδαμνος''': ὁ, ἴδε [[ὀρόδαμνος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: [[ῥάδαμνος]]· βλαστὸς [[ἁπαλός]], [[κλάδος]], [[ἄνθος]], ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ῥάδαμος και [[ῥόδαμνος]], ὁ, Α<br />[[απαλός]] [[μικρός]] [[βλαστός]], μικρό [[κλαδί]], [[κλωνάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>ῥᾰδ</i>-<i>αμνος</i> / <i>ῥόδ</i>-<i>αμνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὀρόδαμνος]]) με βραχύ φωνηεντισμό <i>ᾰ</i>/<i>ο</i> και [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>μνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σφένδαμνος]], [[ῥάμνος]], [[θάμνος]]) και ο τ. <i>ῥᾱδιξ</i>, -<i>ῖκος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>radix</i> «[[ρίζα]]» και [[ραδίκι]]) με μακρό φωνηεντισμό <i>ᾱ</i> και [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σκάνδ</i>-<i>ιξ</i>) ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i>-<i>d</i>- / <i>wr</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>d</i>- «[[βλαστός]], [[βέργα]], [[ρίζα]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται πιθανότατα και η λ. [[ῥίζα]]. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι οι τ. [[είναι]] μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 830] ὁ, junger Zweig, Trieb, Schoß, Reiß, Gerte, Sp., wie Nic. Ther. 92; LXX. u. VLL., Suid. erkl. ὁ τοῖς φύλλοις κομῶν ἀκρέμων τοῦ δένδρου καὶ σκιὰν ἐκτελῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάδαμνος: ὁ, ἴδε ὀρόδαμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: ῥάδαμνος· βλαστὸς ἁπαλός, κλάδος, ἄνθος, ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα».
Greek Monolingual
και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α
απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ-αμνος / ῥόδ-αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα -(α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, -ῖκος (πρβλ. λατ. radix «ρίζα» και ραδίκι) με μακρό φωνηεντισμό ᾱ και επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. σπάδ-ιξ, σκάνδ-ιξ) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wrā-d- / wrә2-d- «βλαστός, βέργα, ρίζα». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθανότατα και η λ. ῥίζα. Η άποψη, τέλος, ότι οι τ. είναι μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή].