σαυνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(6_1)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαυνιάζω''': [[ἐξακοντίζω]] κατά τινος [[ἀκόντιον]], πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.
|lstext='''σαυνιάζω''': [[ἐξακοντίζω]] κατά τινος [[ἀκόντιον]], πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σαύνιον]]<br />[[εξαπολύω]] [[εναντίον]] κάποιου [[ακόντιο]], [[φονεύω]] κάποιον με [[ακόντιο]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυνιάζω Medium diacritics: σαυνιάζω Low diacritics: σαυνιάζω Capitals: ΣΑΥΝΙΑΖΩ
Transliteration A: sauniázō Transliteration B: sauniazō Transliteration C: savniazo Beta Code: saunia/zw

English (LSJ)

   A hurl a javelin at, τοὺς ἐναντίους D.S.5.29.

German (Pape)

[Seite 865] mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-

Greek (Liddell-Scott)

σαυνιάζω: ἐξακοντίζω κατά τινος ἀκόντιον, πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.

Greek Monolingual

Α σαύνιον
εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο.