σᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(SL_2)
(36)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]][ν fr. 169. 48.
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]][ν fr. 169. 48.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σήμα]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾶμα Medium diacritics: σᾶμα Low diacritics: σάμα Capitals: ΣΑΜΑ
Transliteration A: sâma Transliteration B: sama Transliteration C: sama Beta Code: sa=ma

English (LSJ)

τό, Dor. for σῆμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».

English (Slater)

ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
   a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
   b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμα.