σάρπη: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_10) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάρπη''': ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = [[σάλπη]] (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[σάρπος]] ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466. | |lstext='''σάρπη''': ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = [[σάλπη]] (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[σάρπος]] ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σάρπα]] (ΙΙ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, and σαρπίον, τό,= σάλπη (q.v.), Sch.D.T.p.195 H.: σαρπίς is expld. by σαρπός in An.Ox.2.466.
German (Pape)
[Seite 864] ἡ, = σάλπη, v. l. bei Arist.
Greek (Liddell-Scott)
σάρπη: ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = σάλπη (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ σάρπος ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σάρπα (ΙΙ).