σεμνολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_21)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνολόγημα''': τό, = τῷ ἑπομ., [[ὑπερηφανία]], [[σέμνωμα]], «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ ὁ [[ἄνθρωπος]] δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.
|lstext='''σεμνολόγημα''': τό, = τῷ ἑπομ., [[ὑπερηφανία]], [[σέμνωμα]], «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ ὁ [[ἄνθρωπος]] δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[σεμνολογῶ]]<br /><b>1.</b> [[υπερηφάνεια]], [[καμάρι]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] για το οποίο μπορεί [[κανείς]] να καυχηθεί.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολόγημα Medium diacritics: σεμνολόγημα Low diacritics: σεμνολόγημα Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: semnológēma Transliteration B: semnologēma Transliteration C: semnologima Beta Code: semnolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq.,

   A pride, S.E.P.3.201.    II anything that one may be proud of, τὰ πάτρια σ. D.C.50.27, cf. Him.Ecl.16.1.

German (Pape)

[Seite 871] τό, würdevolle, feierliche, ernsthafte od. vornehme Rede, ein Gegenstand, mit dem man prahlen, worauf man stolz sein kann; Sp., wie S. Emp. pyrrh. 3, 201; D. Cass. 50, 27; s. B. A. 468.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολόγημα: τό, = τῷ ἑπομ., ὑπερηφανία, σέμνωμα, «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα περὶ οὗ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α σεμνολογῶ
1. υπερηφάνεια, καμάρι
2. καθετί για το οποίο μπορεί κανείς να καυχηθεί.