σημειωτέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σημειωτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.
|lstext='''σημειωτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σημειωτέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] να σημειωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα [[βελτίωση]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον λόγιο τ.) <i>σημειωτέον</i> [[πρέπει]] να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σημειῶ</i>, -<i>ώνω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθ. (<b>πρβλ.</b> <i>διαιρε</i>-[[τέος]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειωτέος Medium diacritics: σημειωτέος Low diacritics: σημειωτέος Capitals: ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΣ
Transliteration A: sēmeiōtéos Transliteration B: sēmeiōteos Transliteration C: simeioteos Beta Code: shmeiwte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.    2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.

German (Pape)

[Seite 875] zu bezeichnen, zu bemerken.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σημειωτέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πρέπει να σημειωθεί
νεοελλ.
1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση»)
2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, -ώνω + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. διαιρε-τέος)].