σίγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(b)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] lakon. = θίγω, Ar. Lys. 1004.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] lakon. = θίγω, Ar. Lys. 1004.
}}
{{grml
|mltxt=σιγῶ, -άω, ΝΜΑ [[σῑγα]]<br /><b>1.</b> [[τηρώ]] [[σιγή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]], [[σιωπώ]] («[[σίγα]], μή τις τ' [[ἄλλος]] Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καταπαύω]], [[ησυχάζω]], [[σταματώ]] (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η [[θύελλα]]» γ. «σιγῶν δ' [[ὄλεθρος]] καὶ μέγα φωνοῡντ'... ἀμαθύνει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) [[παύω]] να [[λειτουργώ]], [[αδρανώ]] («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, [[μυστικά]] ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 879] lakon. = θίγω, Ar. Lys. 1004.

Greek Monolingual

σιγῶ, -άω, ΝΜΑ σῑγα
1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώσίγα, μή τις τ' ἄλλος Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῡντ'... ἀμαθύνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) παύω να λειτουργώ, αδρανώ («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)
αρχ.
1. (μτβ.) κρατώ κάτι μυστικό, το αποσιωπώ
2. φρ. «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, μυστικά ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (Ευρ.).