σκαμμωνία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_9)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰμμωνία''': ἡ, [[φυτόν]] τι, «[[εἶδος]] βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο [[φάρμακον]] καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον [[τύπος]] [[κάμων]], -ωνος.
|lstext='''σκᾰμμωνία''': ἡ, [[φυτόν]] τι, «[[εἶδος]] βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο [[φάρμακον]] καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον [[τύπος]] [[κάμων]], -ωνος.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμμωνία Medium diacritics: σκαμμωνία Low diacritics: σκαμμωνία Capitals: ΣΚΑΜΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skammōnía Transliteration B: skammōnia Transliteration C: skammonia Beta Code: skammwni/a

English (LSJ)

(and σκαμωνία), ἡ,

   A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].