Σκιάποδες: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σκιάποδες''': [ᾰ], οἱ, οἱ ἔχοντες τοὺς πόδας ὡς σκιάδεια, [[μυθικός]] τις λαὸς τοῦ θερμοτάτου μέρους τῆς Λιβύης, ἔχοντες πόδας ὑπερμεγέθεις, οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σκιαδείων, ὅτε ἀνεπαύοντο, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1553, πρβλ. Σχόλ. ἐν τόπῳ, Κτησ. Ἀποσπ. 89, Ἡσύχ.
|lstext='''Σκιάποδες''': [ᾰ], οἱ, οἱ ἔχοντες τοὺς πόδας ὡς σκιάδεια, [[μυθικός]] τις λαὸς τοῦ θερμοτάτου μέρους τῆς Λιβύης, ἔχοντες πόδας ὑπερμεγέθεις, οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σκιαδείων, ὅτε ἀνεπαύοντο, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1553, πρβλ. Σχόλ. ἐν τόπῳ, Κτησ. Ἀποσπ. 89, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> [[μυθικός]] [[λαός]] της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], έλαβε την [[ονομασία]] αυτή, [[επειδή]] οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b>) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη [[σκιά]], στα [[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] / [[σκιάδειον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκῐάποδες Medium diacritics: Σκιάποδες Low diacritics: Σκιάποδες Capitals: ΣΚΙΑΠΟΔΕΣ
Transliteration A: Skiápodes Transliteration B: Skiapodes Transliteration C: Skiapodes Beta Code: *skia/podes

English (LSJ)

[ᾱ], οἱ,

   A Shade-footed or Shady-feet, a fabulous people in the hottest part of Libya, with immense feet which they used as sunshades as they reclined, Ar.Av.1553, cf. Sch. ad loc., Archipp.53, Ctes.Fr.89.

Greek (Liddell-Scott)

Σκιάποδες: [ᾰ], οἱ, οἱ ἔχοντες τοὺς πόδας ὡς σκιάδεια, μυθικός τις λαὸς τοῦ θερμοτάτου μέρους τῆς Λιβύης, ἔχοντες πόδας ὑπερμεγέθεις, οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σκιαδείων, ὅτε ἀνεπαύοντο, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1553, πρβλ. Σχόλ. ἐν τόπῳ, Κτησ. Ἀποσπ. 89, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

οἱ, Α
1. μυθικός λαός της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία αυτή, επειδή οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής
2. (κατά τον Αριστοφ.) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη σκιά, στα σκοτεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάδειον + πούς, ποδός].