σκάπετος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάπετος''': ὁ, ([[σκάπτω]]) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ [[κάπετος]], ὃ ἴδε· [[σκαφετός]] καὶ [[σκαφητός]] μνημονεύονται [[ὡσαύτως]] ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάφρος]], ἄλλοι [[τάφος]]». | |lstext='''σκάπετος''': ὁ, ([[σκάπτω]]) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ [[κάπετος]], ὃ ἴδε· [[σκαφετός]] καὶ [[σκαφητός]] μνημονεύονται [[ὡσαύτως]] ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάφρος]], ἄλλοι [[τάφος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σκάπεδος, ἡ, Α<br />[[τάφρος]], [[λάκκος]] ή, κατ' άλλους, [[τάφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαπ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πάχ</i>-<i>ετος</i>). <i>Ο</i> τ. <i>σκάπεδος</i> αναλογικά [[προς]] τα [[πέδον]], [[δάπεδον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (σκάπτω)
A trench, SIG241 A15 (Delph., iv B.C.), Klio 16.170 (Delph.), IG4.823.47 (Troezen), Hsch.; σκάπεδος, IG7.17 (Megara) :—mostly in form κάπετος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, = κάπετος, Graben, Grube.
Greek (Liddell-Scott)
σκάπετος: ὁ, (σκάπτω) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ κάπετος, ὃ ἴδε· σκαφετός καὶ σκαφητός μνημονεύονται ὡσαύτως ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τάφρος, ἄλλοι τάφος».
Greek Monolingual
και σκάπεδος, ἡ, Α
τάφρος, λάκκος ή, κατ' άλλους, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -ετος (πρβλ. πάχ-ετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον.