σμίνθος: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />rat, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot mysien. | |btext=ου (ὁ) :<br />rat, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot mysien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ποντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mouse (Mysian word, Sch.Il.1.39), A.Fr.227, Lyc. 1306, AP9.410 (Tull. Sab.), Str.13.1.48 (where codd. σμίνθιοι):— also σμίνθα, ἡ, Hsch.—Cf. Σμινθεύς.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ, seltener σμίνθα, ἡ, eine Maus, meist nur bei Dichtern, Aesch. frg. 208, Lycophr. 1307; auch Ael. H. A. 12, 5; nach Schol. Ven. Il. 1, 39 ein kretisches Wort.
Greek (Liddell-Scott)
σμίνθος: ὁ, μῦς, ποντικὸς (λέξις Κρητική, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 39), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226, Λυκόφρ. 1307, Ἀνθ. Π. 9. 410, Στράβ. 613 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα σμίνθιοι), Ἡσύχ.· - Πρβλ. Σμινθεύς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rat, animal.
Étymologie: DELG mot mysien.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από την περιοχή της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία].