σούδα: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / σοῡδα, ΝΜ
νεοελλ.
1. χαντάκι, αυλάκι όπου ρέουν βρόμικα νερά που, συνήθως, προέρχονται από σπίτι, οχετός
2. στενό πέρασμα
μσν.
1. πάσσαλος
2. συνεκδ. φράγμα κατασκευασμένο με πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudis «τάφρος, χαράκωμα, πάσσαλος». Από τον τ. αυτό προήλθε ο τίτλος του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. Σούδα].