σπαρτοπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαρτοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων [[σποράδην]] τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. [[μεσαιπόλιος]], (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), [[Πολυδ]]. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73. | |lstext='''σπαρτοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων [[σποράδην]] τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. [[μεσαιπόλιος]], (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), [[Πολυδ]]. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει εδώ κι [[εκεί]] γκρίζες [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «γκριζομάλλης»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a sprinkling of grey hairs, Men.979 (nisi leg. -όπωλις), Poll.4.133,134,151; σπαρνο- in Hsch. II name of a gem, Plin.HN37.191.
German (Pape)
[Seite 917] mit zerstreu'ten grauen Haaren, v. l. für σπαρνοπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων σποράδην τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. μεσαιπόλιος, (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), Πολυδ. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει εδώ κι εκεί γκρίζες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρτός (< σπείρω) + πολιός «γκριζομάλλης»].