στασιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτικός Medium diacritics: στασιωτικός Low diacritics: στασιωτικός Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiōtikós Transliteration B: stasiōtikos Transliteration C: stasiotikos Beta Code: stasiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. -κῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for -αστικῶς).

German (Pape)

[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).