στεργάνος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(38) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sterga/nos | |Beta Code=sterga/nos | ||
|Definition=ὁ,= <b class="b3">κοπρών</b>, Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sterquilinium</b>, Hsch.</span> | |Definition=ὁ,= <b class="b3">κοπρών</b>, Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sterquilinium</b>, Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοπρών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. <i>stercus</i> «[[κόπρος]]», προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. [[στέργω]] ([[αντίφραση]]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. με τη λ. [[τάργανον]] «[[ξίδι]]», [[είναι]] αμφίβολη]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= κοπρών, Lat.
A sterquilinium, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].